ἀγανάκτει — ἀ̱γανάκτει , ἀγανακτέω feel a violent irritation imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀγανακτέω feel a violent irritation pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀγανακτέω feel a violent irritation imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀγανακτεῖ — ἀγανακτεῖ , ἀγανακτέω feel a violent irritation pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀγανακτεῖ , ἀγανακτέω feel a violent irritation pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμεσητικός — νεμεσητικός, ή, όν (Α) [νεμεσητός] 1. αυτός που αγανακτεί με την ευτυχία που έχει κάποιος παρά την αξία του («ὁ μὲν γὰρ νεμεσητικὸς λυπείται ἐπὶ τοῑς ἀναξίως εὖ πράττουσι», Αριστοτ.) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «νεμεσητικόν μεμπτόν». επίρρ...… … Dictionary of Greek
σκαμφυσεί — Α (κατά τον Ησύχ.) «μεμψιμοιρεῑ, ἀγανακτεῑ» … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek